- αλχημιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο έργο του αλχημιστή: Για μένα όσα υποστήριξε είναι λίγο αλχημιστικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλχημιστικός — ή, ό ο σχετικός με τον αλχημιστή ή την αλχημεία … Dictionary of Greek
χημευτικός — και χυμευτικός, ή, όν, Μ 1. αλχημιστικός, αυτός που αναφέρεται στην τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χημευτική η αλχημεία, η τέχνη μετουσίωσης τών μετάλλων 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χημευτικά τα βιβλία αλχημείας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek